- αυτογραφικός
- η , ό[ν]1) автографический, относящийся к автографии;
αυτογραφική μελάνη — литографские чернила;
2) самозаписывающий;αυτογραφικά όργανα — самозаписывающие приборы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτογραφική μελάνη — литографские чернила;
αυτογραφικά όργανα — самозаписывающие приборы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτογραφικός — ή, ό ο σχετικός με την αυτογραφία ή ο κατάλληλος γι αυτήν … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek